- φάσκω
- ΝΑνεοελλ.φρ. «φάσκει και αντιφάσκει» — λέγεται όταν κάποιος άλλοτε παραδέχεται και άλλοτε απορρίπτει το ίδιο πράγμααρχ.1. λέγω, φημί*2. (ιδίως) αποφαίνομαι καταφατικά, βεβαιώνω («φάσκειν ἐμ' ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῑν», Σοφ.)3. νομίζω, πιστεύω4. (με απρμφ. μέλλ.) υπόσχομαι («τὸν μὲν... ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. φημί, ο οποίος απαντά αρχικά (ήδη στο ομηρικό κείμενο) μόνο στον τ. τού παρατατικού ἔφασκον / φάσκον και αργότερα και στον τ. τού ενεστώτα και ο οποίος έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα φᾰ- τής ρίζας τού φημί* με το επιτ. -επαναληπτικό επίθημα -σκω (πρβλ. βά-σκω, βό-σκω, ἴσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.